Τι είναι η πατρίδα μας; Ιωάννης Πολέμης
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;
Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;
Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!
Το κόκκινο κρασί, Σταυρούλα Λιάνα-Τόλικα
Όταν έφευγαν όλοι και έμενε μονάχος του, όπως το μικρό παιδί, που λείπει η μάνα του και πάει να φάει το κρυμμένο γλυκό, έτσι κι αυτός με αγωνία πήγαινε στο ντουλάπι, αθόρυβα , σχεδόν στις μύτες των ποδιών του. Εκεί είχε κρυμμένο τον θησαυρό του, τα πολύτιμα μπουκάλια του με το κόκκινο κρασί του τόπου του. Έπαιρνε ένα,άνοιγε το πώμα απολαμβάνοντας τον ήχο του <<τακ>> που κάνει ο φελλός και ακουμπούσε ευθύς τη μύτη του στο χείλος του μπουκαλιού. Δεν ήθελε να χάσει ούτε μια μυρωδιά απ΄αυτές που τον γύριζαν πίσω, στις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων.
Ο αμπελώνας του χωριού του στο λιοπύρι, το πέτρινο πατρικό του σπίτι…
Οι φωνές της οικογένειας στον τρύγο, το πατητήρι...Κόκκινο μπρούσκο κρασί. Στο υγρό του σώμα ξαναβρίσκει γουλιά γουλιά μυρωδιές, τραγούδια, εποχές, φωνές αγαπημένες και μάτια που τον κοιτούν απ΄ την άλλη πλευρά του χρόνου.
Με κάθε γουλιά νοσταλγός επιστρέφει εκεί, στην πατρίδα. Σε κάθε γουλιά ταξιδευτής στα ενδότερα της ψυχής του.
΄Αταφη, Μιχάλης Γκανάς
Παράξενη λιτανεία μυστικών αγίων
στους δρόμους μιας πολιτείας πόρνης.
Τα μάτια τους βαθιά, φωσφορίζοντα,
τρελαίνουν τα σκυλιά και τους νοικοκυραίους.
Μια φυλή ονείρων επαναπατρίζεται στο αίμα μου,
λίκνο της πιο μεγάλης ξενιτιάς ,
πονεί το αίμα μου σαν μυρμήγκι πληγωμένο,
απαρατήρητο, υπόγειο, εργατικό,
το αίμα μου αποκρίνεται σε καθετί που αγγίζω.
Βαθαίνεις την αφή μου ανυπόφορα,
μουσική πατρίδα,
άταφη σ΄όλα τα τραγούδια μου.
Οι πετονιές, Βαγγέλης Πίσχινας
Κυριακή πρωΐ για ψάρεμα με τον πατέρα. Είχε μια όμορφη λιακάδα και ελαφρύ αεράκι. Στη θάλασσα, πίσω από το λόφο του Μπαταριά, στα ρηχά, ψάχναμε για σκαλτσίνια-δόλωμα. Ο πατέρας μου έριχνε σταγόνες λάδι στην επιφάνεια και φαινόταν πεντακάθαρος ο βυθός. Μπορούσες να διακρίνεις στρόμπια, αχιβάδες, σκαλτσίνια... Μαζεύαμε το δόλωμα και μετά επιστρέφαμε σπίτι. Ο πατέρας μου ετοίμαζε τις πετονιές κι όλα τα άλλα σύνεργα του ψαρέματος και σε λίγη ώρα βρισκόμασταν κάτω από τη γέφυρα στο πεζούλι το στρογγυλό, που τώρα είναι το Μόσταρ. Εγώ έσπαγα το σκαλτσίνι, έβγαζα το μικρό καβουράκι κι ο πατέρας μου δόλωνε κι έριχνε την πετονιά ανοιχτά κάτω από τη γέφυρα και μέσα στα ρεύματα. Δεν ξεχνάω τη χαρά μου όταν πιανόταν στ΄ αγκίστρι κανένας σπάρος, καραγκιόζης και τον έβγαζε σπαρταριστό επάνω, ή την απογοήτευση του πατέρα, και τη δική μου, όταν το ψάρι ξαγκιστρωνόταν και ξέφευγε στη θάλασσα.
Ψαρεύαμε αρκετή ώρα κι έπειτα γυρίζαμε στο σπίτι. Ακόμη θυμάμαι τη μυρωδιά και τις γεύσεις από τα ψάρια που τηγάνιζε η μάνα μου.
Η πήλινη λεκάνη, Κική Παπαδημητρίου
Τ’ αρχόντου ο γιος παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα
κι η πεθερά σαν τ’ άκουσε τα δέντρα ξεριζώνει
πιάνει δυο φίδια ζωντανά τα βάνει στο τηγάνι
-Ελα νυφούλα μου να φας ψάρια τηγανισμένα
και με τη πρώτη πηρουνιά το στόμα φαρμακώνει
-Ω πεθερά δώσ’ με νερό να σβήσω το φαρμάκι
- εδώ νερό δε βρίσκεται , μήτε κρασί πουλιέται.
Η γιαγιά στη θέση της με την πήλινη λεκάνη μπροστά της και τα μανίκια ανασκουμπωμένα. Τα ταλαιπωρημένα χέρια της αναδεύουν τα υλικά και ζυμώνουν ακούραστα .
-Ρίξε κορτσάκι μ’ λίγο αλευράκι ακόμα . Και τώρα το νερό , σιγά-σιγά , έτσι να χαρείς .Το ζυμάρι πρέπει να’ναι μαλακό κι αφράτο σαν το δέρμα του μωρού .
-Και για πες μου γιαγιά τι έγινε με τη προσφυγούλα;
-Τι να’ γινε παιδάκι μ’ τη φαρμάκωσ’ η κακούργα η πεθερά της.
Η λεκάνη μεγάλη και βαριά . Με διάφορα λευκά σχέδια να τονίζουν το ζεστό χρώμα του πηλού και πάντα γεμάτη : άλλοτε μ’ένα βουνό αλεύρι που μεταμορφώνονταν σιγά σιγά σε μαλακό ζυμάρι κι άλλοτε με μια χρυσοπράσινη λίμνη λαδιού, που θα κατέληγε σε μοσχομυριστά μελομακάρονα . Κι η γιαγιά πάντα εκεί σκυμμένη. Και το στόμα της ίδιο της Λωξάντρας , να πηγαίνει ροδάνι και να διηγείται ιστορίες : πότε για τα βουνά της πατρίδας της που ήταν γεμάτα λεπτοκαρυές και αγριαπιδιές , και πότε για τον ξεριζωμό τους . Και το πικρό παράπονο γλύκαινε σαν θυμόταν τα νυχτέρια που’καναν τα κορίτσια του χωριού ετοιμάζοντας τα προικιά τους, ή τότε που ολονυχτίς έπρεπε να ταΐζουν το κουκούλι , όπως έλεγε τους μεταξοσκώληκες.
« Γιαγιά να ‘ χαμε καμιά τηγανίτα» , κι εκείνη δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα. Έβγαζε μεμιάς την πήλινη λεκάνη απ’το ντουλάπι κι έπαιρνε θέση . Και δεν ξέρω αν ήταν τόση η λαχτάρα μας για τηγανίτες , ή για τις ιστορίες της που μας ταξίδευαν στην πατρίδα, στο χωριό των ονείρων μας , μιας και δεν ευτυχήσαμε να το δούμε παρά μόνο μια φορά στο ταξίδι-προσκύνημα που κάναμε εκεί . Κι η θύμησή της πατρίδας είναι γλυκόπικρη : γλυκιά σαν το μέλι της τηγανίτας μου και πικρή σαν τον πόνο της απουσίας της .
Το αγιόκλημα, Κατερίνα Τσοκανά
1.Αύριο φεύγω για έναν άλλο τόπο.
Εκεί που θα βρεθώ θα βρω αυτά που αφήνω;
Τι να πάρω μαζί μου; Τι θα χάσω; κι αν κάποια μέρα γυρίσω πώς θα είναι;
Οι πατρίδες δεν πεθαίνουν ούτε σβήνονται. Εγγράφονται βαθιά στον σκληρό δίσκο της μνήμης. Στο φως του φεγγαριού έρχονται και με βρίσκουν πρόσωπα αγαπημένα, ψηφίδες- σφραγίδες ζωής, της ζωής μου.
2.'Ενα ξύλινο παράθυρο στο πατρικό μου, να η πατρίδα μου.
Γύρω του έχει πλέξει στεφάνι ένα αγιόκλημα. Μέσα από τα πράσινα φύλλα του ξεπετιούνται μικρά λευκοκίτρινα λουλούδια. Ο βόμβος των μελισσών, μουσική μακρινή. Ο κήπος με τις πορτοκαλιές και τις λεμονιές. Η μεθυστική μυρωδιά των λουλουδιών, τα μυστικά τραγούδια των πουλιών.
Ο ήχος του τηλεφώνου. Ακούω την αδελφή μου να λέει διάφορα νέα από την επίσκεψη της στο πατρικό: το αγιόκλημα ξεράθηκε!
Όχι δεν μπορεί, τώρα μόλις είχα μπροστά μου όλη την ομορφιά του, ένιωθα την μυρωδιά του. Γυρίζω και το βλέπω πάνω στο καβαλέτο μου. Όχι δεν ξεράθηκε, το έχω μπροστά μου, το αγγίζω, τα δάκτυλά μου χαϊδεύουν τα λουλούδια του.
Δίπλα του η παλέτα γεμάτη χρώματα ανακατεμένα. Πώς, πώς να μεταφράσεις με φως και σκιά τα αισθήματα, πώς να δώσεις σώμα στις αναμνήσεις;
Απόντος του παραλήπτου, Νίκη Χατζηδημητρίου.
Καθώς λοιπόν οι αναμνήσεις είναι μόνον η αφαίρεση της πραγματικότητας , θαρρώ πως οι παλαιοί άνθρωποι ανέτρεχαν με λιγότερη βία: μη έχοντας ασπρόμαυρα φιλμ- έμαθε πια να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια – ούτε καλογυαλισμένες φωτογραφίες – πόσο ψήλωσε σ΄ένα χρόνο- αφήνονταν στην αυθεντική νοσταλγία, αυτήν που επαναφέρει τα διακεκομμένα ενσταντανέ των αισθημάτων, και μόνον αυτά¨ αισθημάτων που ενδύονται χωρίς αντίσταση τα ιμάτια και τα λόγια των σκιών που αγαπήσαμε.
……………………………………………………………………………………….
Μπορούμε να φθάσουμε στην αρχή των επιλεγμένων αναμνήσεών μας; Ίσως ναι, νομίζω όμως ότι όλοι καταφεύγουμε σε μικρές και οριακές αφετηρίες, οργανώνοντας το παρελθόν όπως περίπου το παρόν, κατ΄οικονομίαν των αισθημάτων.
Η οικογενειακή φωτογραφία, Δέσποινα Νικολάου
στο σπιτι που γεννηθηκα ζουσαμε ο μπαμπας, η μαμα, οι αδελφες μου, ο παππους ιακωβος και η γιαγια παϊσια, γονεις της μαμας, ο μπαμπας εμεινε ορφανος μικρος. ολοι μιλουν ελληνικα εκτος της γιαγιας,η οποια μιλα τουρκικα, ρε γιαγια γιατι μιλας τουρκικα; μιλα ελληνικα! προσπαθει να μιλησει ελληνικα και μεις οι τρεις αδελφες γελαμε. καμια φορα μιλουν και η μαμα , ο μπαμπας και ο παππους τουρκικα, οταν δεν θελουν να καταλαβουμε τι λενε. αλλα εμεις σιγα σιγα αρχιζουμε να μαθαινουμε τη γλωσσα της γιαγιας.
ηρθε λεει απο το ουρκουπ της μικρας ασιας μαζι με τον αγιαννη το ρωσο. το 1924 με την ανταλλαγη των πληθυσμων. ο παππους εφυγε κρυφα απο την πολη και ηρθε στην ελλαδα για να μην παει φανταρος στην τουρκια. μιλα τα ελληνικα πολυ καλα, ξερει και τουρκικα . στην ελλαδα γνωριστηκαν και παντρευτηκαν -10 χρονια μεγαλυτερη η γιαγια- ποτε δεν ηξερε ακριβως την ηλικια της.
μεγαλωνουμε και η γιαγια συνεχιζει τα ιδια. επισης επαναλαμβανει καθε τοσο εμεις στη πατριδα φιλαγαμε το χερι του πατερα, εμεις κενταγαμε, εμεις... αμαν ρε γιαγια με την πατριδα σου! εδω ειναι διαφορετικα.
1972...ετοιμασιες στο σπιτι. ερχεται η θεια απο την αμερικη, αδελφη του μπαμπα. την ειχαν στειλει οι θειες της το 1950 να βρει μια καλυτερη τυχη…και απο τοτε ερχεται τωρα. αλληλογραφουσαμε ολο αυτο τον καιρο. στο σπιτι συναγερμος. ο μπαμπας μας λεει διαφορα για την αδελφη του και το δακρυ κορομηλο....τη μερα της αφιξης ολο το σοι στο αεροδρομιο του ελληνικου να παραλαβουμε τη θεια με τα δυο αγορια της που τους ξεραμε απο φωτογραφιες. αγκαλιες, κλαματα, χαρα...η θεια μιλα ελληνοαμερικανικα, τα ξαδελφια αμερικανικα, εμεις ελληνικα στο σπιτι σοου, η μαμα εμαθε να λεει οh my god, oh my god, aπο το πρωι μεχρι το βραδυ. ο μπαμπας νευριαζει γιατι τον αποκαλουν τα ανιψια του mister, οχι ρε mister θειος ,θειος.
'έπρεπε να ειχα μεινει εδω ενα κομματι ψωμι θα εβρισκα να ετρωγα'
1980...το σοι απο αμερικη ,θεια και ξαδελφια , μηνας αυγουστος. ευκαιρια να επισκεφτουμε την τηνο που δεν εχουν ξαναπαει
θεια κανονισα να παμε στην τηνο δεκαπενταυγουστο , θα παμε και στη μυκονο. οh my god δεσπω ,τι ωραια θα παω στην παναγια αλλα ειμαι αμαρτωλη και θα πεσει το καντηλι στο κεφαλι μου, παιδι μου, σιγα ρε θεια, ετοιμαστειτε, πες το και στα παιδια
οκ, οκ
πρωι 14/8 ξεκιναμε χαρουμενοι απο ερετρια ,περιπου 50 ατομα
στο καταστρωμα γινονται οι γνωριμιες και σε λιγη ωρα ειμαστε ολοι μια παρεα
μετα απο αρκετη ωρα αρχιζει αερας
καπετανιε, τι τρεχει;
περναμε το καβο ντορο
καρεκλες και τραπεζια απο το καταστρωμα τα παιρνει ο αερας στη θαλασσα ,φωνες ,κλαματα
να παμε ανδρο φωναζουν καποιοι.
ειμαστε ολοι χαλια και μετα απο 4 ωρες φθανουμε εξω απο τηνο.
χαμος στο πλοιο, καποιος απο το πληρωμα μας καταγραφει εναν εναν
το πλοιο δεν μπαινει στο λιμανι και συνεχιζει για μυκονο. δεν εχει μεινει ποτηρι και μπουκαλι ποτων στα ραφια. εμεις κραταμε καποια κολωνα και προσευχομαστε ,τα παιδια κλαινε και η θεια τραγουδαει τον εθνικο υμνο ορθια . για γελια και για κλαματα.
θεια σταματα
γιατι παιδι μου θα πνιγουμε ,τι πρεπει να πω; η παναγια δεν ηθελε να παω γιατι ειμαι αμαρτωλη , στην αμερικη δεν παω καθολου εκκλησια δεν υπαρχει κοντα στο σπιτι
επιτελους φθανουμε σε καποιον κολπο της μυκονου σουρουπο πια και ο καπετανιος καλει βαρκα να μας βγαλει εξω. και εναν εναν μας παιρνει αγκαλια για να μας κατεβασει στη βαρκα.
η θεια πονηρούλα οντας λεει στον καπετανιο οτι δεν μπορει να την σηκωσει, αυτος την πιανει και την κατεβαζει στη βαρκα και επιτελους παταμε στερεα στη γη
δεσπω, δεσπω, παιδι μου, τι αγκαλια ηταν αυτη του καπετανιου, δεν θα την ξεχασω ποτε!
βολτα στη χωρα της μυκονου κι η θεια παθαινει σοκ,
καλε εδω ειναι σοδομα και γομορα!
1988...ολο το υπολοιπο σοι του παππου ερχονται μονιμα πια στην ελλαδα
μεγαλη πια εχω αρχισει να ενδιαφερομαι για τις ριζες μου, ρωταω τη γιαγια...ομως και η γιαγια μεγαλωσε και εχει ανια...ρωταω θειους, θειες και μαθαινω και θελω να γνωρισω τη πατριδα της γιαγιας.
προσπαθησα πολλες φορες να σκεφτω πως θα αντιδρουσα αν μια μερα με υποχρεωναν να αφησω το σπιτι μου στη χαλκιδα και να φυγω με μια βαλιτσα για καπου αλλου...
Το σπίτι κοντά στη θάλασσα, Γιώργος Σεφέρης
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της·
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω· ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει, πως τον στολίζουν
μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει·
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
Το κλειδί, Κώστας Σταματόπουλος
Ήταν σιδερένιο, μαύρο…. Μεγάλο, βαρύ…. Ταίριαζε με την μεγαλόπρεπη βαριά ξύλινη πόρτα που κλείδωνε. Ήταν πάντα κάτω από το πορτόνι που η μάνα είχε υφάνει με κορδέλες από παλιά υφάσματα. Το κρύβαμε. Από ποιον άραγε; Κλειδώναμε όμως. Μέσα βρισκόταν το «έχει μας», η περιουσία μας. Ήταν το σπίτι μας, ο κόσμος μας.
Έφυγα μακριά. Πολλά χρόνια τώρα. Ζω μακριά και το σπίτι δεν υπάρχει πια. Το γκρέμισαν. Υπάρχει όμως το κλειδί. Άρα και το σπίτι «υπάρχει».Πώς να το ξεχάσω; Ξεχνιέται η πατρίδα;
Σπίτι παλιό, από χωμάτινες πλίθες, του 19ου αι. Εδώ ζουν τρεις οικογένειες. Τρίτη και τέταρτη γενιά, ίσως και πέμπτη. Διώροφο. Το πάτωμα; Ξύλινο, με τρύπες. Φαίνονται τα ζώα του ισογείου.
Πάνω, «τα δωμάτια», ενιαίος χώρος. Καθιστικό, κρεβατοκάμαρα, όλα μαζί. Μόνο η κουζίνα χωρίζει.
-Έχω αφήσει φαγητό πάνω στο τραπέζι. Και να προσέχεις τον αδελφό σου.
Άσπροι τοίχοι, μικρά παράθυρα, ανοίγματα στην ομορφιά, στο πράσινο των χωραφιών, στο γαλάζιο του ουρανού και, πέρα μακριά στο βάθος,η θάλασσα. Λίγα έπιπλα, τα απολύτως απαραίτητα. Τραπέζι, καρέκλες, κρεβάτια-σουμιέδες…. Α, και η λεκάνη για τα κάρβουνα. Τις κρύες νύχτες του χειμώνα τα ξύλα, που έχουν καεί έξω, γίνονται κάρβουνα στη λεκάνη για να μας «ζεστάνουν». Έτσι λέγαμε τουλάχιστον. Περισσότερο όμως μας ζέσταινε η σβουνιά από τα ζώα που ήταν στο «κατώι».
Η σκάλα εξωτερική, ξύλινη, καταλήγει σ΄ ένα μπαλκόνι με ξύλινα επίσης κάγκελα.
-Πρόσεχε, θα πέσεις! Αχ, δεν προσέχεις καθόλου!
Πόσες καλοκαιριάτικες νύχτες δεν κοιμήθηκα εκεί βλέποντας μέσα από τα κάγκελα τον ουρανό με τα χιλιάδες αστέρια. Ακόμα θυμάμαι ξαπλωμένος μέσα στο σκοτάδι ν’ ακούω τον Γεωργίου με ουρανομήκεις κραυγές να περιγράφει το θρίαμβο της μπασκετικής ΑΕΚ το 1968. «Έλα αγόρι μου….», «Άντε παλληκάρια μου….»
Και κάτω η αυλή. Χώμα, λάσπη. Τι παιχνίδι σ’ αυτή την αυλή!!! Λάσπη, σκόνη….. τίποτα δεν μας πτοούσε. Αρκεί να ξεδίναμε. Πού είναι ο Λάμπης με τα αυτοσχέδια αυτοκινητάκια και τα πατίνια…. Που είναι οι μάγκες της γειτονιάς με το ποδόσφαιρο και τις μπίλιες….
Τώρα; Τίποτα…. Η εθνική οδός, είπαν. Πρέπει να μεγαλώσει. Τα αυτοκίνητα πληθαίνουν. Πρέπει να κινούνται πιο εύκολα. Το σπίτι πρέπει να θυσιαστεί. Γκρεμίζεται.
Τι έμεινε;…. Ένα κλειδί. Κάποτε ασφάλιζε το σπίτι (λέμε τώρα… λες και χρειαζόταν), τώρα ξεκλειδώνει μνήμες που για μια ελάχιστη στιγμή με μεταφέρουν απαλά πίσω στο χρόνο. Τότε που ο κόσμος ήταν εύκολος κι η λασπωμένη αυλή μας παράδεισος.
Ο ευκάλυπτος, Γρηγορία Χατζημιχαήλ
Δεν Θέλω να επισκεφθώ το σπίτι μου . Θέλω να επιστρέψω στο σπίτι μου.
1974. Το σπίτι είναι ακόμα «ζωντανό». Ψυχή του σπιτιού η μητέρα. Αεικίνητη μπαινοβγαίνει όλη μέρα πότε για να ποτίσει τον κήπο , πότε για να «πυρώσει» το φούρνο και να ψήσει φρέσκο ψωμί και μυρωδάτες χορτόπιτες, πότε για να απλώσει τα ρούχα , ή για να «σαρώσει» την αυλή με τη θρούμπινη σκούπα που της έχει φτιάξει ένας βοσκός θείος της. Ησυχάζει λίγο τα μεσημέρια, αλλά όχι εντελώς, γιατί τα χέρια της παίρνουν το βελονάκι και αρχίζουν το πλέξιμο (έξι παιδιά πρέπει να προικίσει) . Την Κυριακή όλα είναι πιο ήσυχα . Είναι ημέρα ξεκούρασης .Ο πατέρας κάθεται στον «ηλιακό» διαβάζοντας , (πάντα τον θυμάμαι με ένα βιβλίο στο χέρι ).
Σημείο αναγνωρίσεως του σπιτιού ένας πελώριος ευκάλυπτος που στον ίσκιο του μαζευόμαστε τα παιδιά όλης της γειτονιάς για να ξεκουραστούμε απ΄ το παιχνίδι.
-Παύλο, πόσες φωλιές λες να έχει εδώ πάνω;
-Πού να ξέρω . Τις μετράμε; « Η πολυκατοικία των πουλιών» έτσι να τον λέμε από δω και πέρα!
Χοροπηδάμε φωνάζοντας λέξεις ακατανόητες για τους άλλους , χωρίς κανένα νόημα, που όμως, για μένα και τον Παύλο ήταν η δική μας γλώσσα!
Καλαμουτάν ντιπέ ντετούλης σεπετάν ντορτί φαρίσα... μαραφού ντετερον ακρί
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Τον παιδικό μου φίλο έχω να τον δω σαράντα χρόνια, όσα και το σπίτι μου. Τον «συνάντησα» φέτος στο F/B . Τις λέξεις εκείνες τις θυμάμαι ακόμα παρόλο που δεν φημίζομαι για τη δυνατή μου μνήμη!
Το παιχνίδι τελειώνει αργά το απόγευμα.
-Βράδιασε πια, καιρός να μαζευτείτε!
Το τοπίο μεταμορφώνεται.
2014. Πολλοί επισκέπτονται τώρα το χωριό μας .Το επισκέφτηκε ο άντρας μου και ο γιος μου . «Θα το αναγνωρίσετε τους είπα . Έχει ένα τεράστιο ευκάλυπτο στην αυλή και το σπίτι είναι με τέσσερις μεγάλες καμάρες» Επέστρεψαν με ντοκουμέντα . Φωτογραφίες, κλαδιά από τον ευκάλυπτο, χώμα από την αυλή μας. Δεν θέλω να τα βλέπω .Εγώ το σπίτι μου το έχω καλά φυλαγμένο μες την καρδιά μου ζωντανό όπως το έζησα με τους δικούς μου ανθρώπους .
Φτερούγες θαλασσαετού, Μαριάνθη Σπύρου
Πολιτεία των νεφελογραμμών, 3001… κόκκινο κουκλόσπιτο ολλανδικής αρχιτεκτονικής… παράρτημα του Παννεφελικού Δικτύου Προστασίας Παιχνιδιών. Ξεχασμένοι αρκούδοι σε παιδικές χαρές, μικροί ελέφαντες και φώκιες, ημιθανείς κούκλες πεταμένες στα σκουπίδια εύρισκαν καταφύγιο σε κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους υποδοχής και φροντίδας. Ήμουν η προϊσταμένη εκεί.
Φοβερή η φουρνιά του 1:
Καρλ: Μαλλιά από ίνες ανκορά.
Νάτζα: Ρούχα και φτερά από μετάξι Κίνας.
Ζαλίζομαι: Κόκκινο βελούδινο καπέλο τουλιπόσχημο, με τις μυτούλες του να γυρίζουν ναζιάρικα προς τα έξω.
Ηρακλής: Όνομα έχεις;
Νεράιδα: Ίβα.
Κίκι: Παρελθόν;
Ίβα: Πονάει
Νάτζα: Και τώρα;
Ίβα: Φοβάμαι.
Πελαγία: Φοβόταν ότι δεν αγαπήθηκε ποτέ.
Κίκι: Τότε ο φόβος γινόταν θυμός.
Νάτζα: και μετά οργή.
Έρι: Και κάποια μέρα που ο λυγμός έγινε κόμπος στο λαιμό της…
Ηρακλής: η οργή έγινε μανία.
Καρλ: Έσφιξε τα δόντια και με μανία ξερίζωσε τα φτερά της.
Πελαγία: Αργότερα, ένα τηλεφώνημα από την προϊσταμένη αρχή μας αναστάτωσε όλους. Την ετοίμασα και την αποχαιρέτησα.
Αντίο χελιδόνα μου.
Η περικεφαλαία, Θωμάς Μυλωνάς
1. Αφηγητής: Παιδάκι άνοιγα την εγκυκλοπαίδεια Χάρης Πάτσης και χάζευα τις περικεφαλαίες των αρχαίων, αυτές με τη βούρτσα. Ήθελα και γω μία. (Τρέχει στον πατέρα του την ώρα που έφτυνε τις παλάμες του να πιάσει την αξίνα.)
-Μπαμπά ,μπαμπά, κοίτα εδώ. Να! Κοίτα, κοίτα!
Μπαμπάς : Παναγιώταααααα! Το παιδί κάτι έχει!
(Έρχεται και η μητέρα του αφηγητή)
2. Αφηγητής: Κάθε μέρα στο βάθος, προς τη λαχαναγορά, φαινότανε η Ακρόπολη.
-Ρε μπαμπά πόσο μακριά νάναι;
Μπαμπάς: Τίποτα. Ένα περπάτημα. Παίρνεις το μονοπάτι δίπλα από τις ράγες του τρένου και φτάνεις. Καμιά ώρα δρόμος και ούτε.
Μάνα: Μόνο πρέπει να προσέχεις όταν περνάει το τρένο να κάνεις στην άκρη προς τις ελιές, , μη σε πάρει σβάρνα. Το νου σου έ;
3. Αφηγητής: Μετά η Ακρόπολη πήρε των ομματιών της και πήγε παράμερα. Τη χάσαμε. Φτιαχτήκανε οι πολυκατοικίες ψηλές και μας την κρύψανε και αυτήνανε και τις αλάνες που παίζαμε μπάλα. Οι κακορίζικες οι μανάδες μας χάρηκαν.
Μάνα: Γλιτώσαμε από τη λασπουριά. Αμάν πια, μέρα νύχτα με τη σκούπα στο χέρι! Στα διαμερίσματα έχει και θερμοσίφωνα.
4. Αφηγητής: Το νάσαι Έλληνας μου φαινότανε κάτι σα ρόλος σε σκέτς δημοτικού κάθε εικοστή πέμπτη Μαρτίου.
-Μαμά , πάλι με βάλανε να κάνω τον Τούρκο! Όλο τον Τούρκο με βάζουνε να κάνω. Επειδή είμαι μαύρος!
Μάνα: Είναι μαύροι οι τούρκοι;
Αφηγητής: Και τι με νοιάζει εμένα ρε μαμά, τι χρώμα είναι οι τούρκοι! Εγώ θέλω να κάνω τον Κολοκοτρώνη! Κατάλαβες; Τον Κολοκοτρώνη θέλω να κάνω μαμά! Με την περικεφαλαία!
5. Αφηγητής: Από το τρανζίστορ ο Καζαντζίδης έλεγε συνέχεια ότι δυο πόρτες έχει η ζωή . Παράλληλα άκουγα από ένα μικρό κασετόφωνο και Σαββόπουλο και Γκαϊφύλια. Και Λεντ Ζέππελιν.
Μπαμπάς: Κλείστο ρε παιδάκι μου! Με έπιασε το κεφάλι μου!
6. Αφηγητής: Σα να μην έφταναν όλα αυτά ερωτεύτηκα τη Μαρία. Η Μαρία είναι πολύ όμορφη, με απαλή επιδερμίδα, σα διαφήμιση. Τόχει σε κακό να κάτσει κανονικά σε καρέκλα, διπλώνει τα πόδια της στυλ βατραχάκι, φοράει μακροστενέ γυαλιά που όλο γλιστράνε στη μύτη της και με κοιτάει από πάνω τους με αυτά τα διάφανα μάτια της και με τρελαίνει, παθαίνω ζημιά, μούρχεται να της βγάλω τα ρούχα. Εδώ που τα λέμε όμως είναι μεγάλος μπελάς.
Μαρία: Δεν είσαι αυτός που θάπρεπε να είσαι.
Αφηγητής: Χαίρω πολύ, ρε Μαρία , αυτό τοξερα και από μόνος μου. Θα αλλάξω Μαρία , θα αλλάξω!
Μαρία: Ναι, καλά…
Αφηγητής: Παίρνω απόφαση: από αύριο – τι λέω- από σήμερα το απόγευμα Μαρία, γίνομαι του κουτιού, υπέροχος, καταπληκτικός! Δίκαιος σαν τον Κούρκουλο. Γοητευτικός σαν τον Μπάρκουλη. Γενναίος σαν τον Λάκη Κομνηνό! Από αύριο Μαρία, θα δεις.
7.( Ο πατέρας αγκαλιάζει τον αφηγητή από τον ώμο, στο πλάι και του δείχνει πέρα)
Μπαμπάς: Έλα πήγαινε! Πάρε εκείνο το μονοπάτι δίπλα από τις ράγες του τρένου. Μόνο πρόσεχε γιατί ο τόπος έχει γεμίσει κροκόδειλους, Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες. Όμως, μη τους φοβάσαι.
Το χαλί, Μιχάλης Βαβούλας
Πατάει πάνω στις λέξεις
ίνες πλεγμένες από καιρό
γνώριμοι ήχοι
ηχούν στη σιγή του τώρα
τους μαζεύει προσεκτικά
τον κόκκινο τον μπλε
τους τινάζει στον καθαρό αέρα
έρχονται κι άλλοι πίσω
πιο βιαστικοί
πού θα πατήσουν αυτοί
Το χάρτινο καράβι, Γιάννης Κατσάνος
Κοιμάμαι.
Καταρρακτώδης βροχή και μυρωδιά βρεμμένου χώματος με περιβάλλουν.
Ήχος υγρός αναδεύεται μέσα μου. Άγνωστο πού και πότε,
Κρατώ ένα χάρτινο καράβι, το κοιτώ και σκέφτομαι :
-Πού να το ρίχνω πάλι στη θάλασσα με τέτοιον καιρό;
Το αφήνω πάνω στο τραπέζι. Να το βλέπω τουλάχιστον. Να φαντάζομαι.
Λέω πως, όταν φτιάξει ο καιρός και κατακαθίσουν τα αισθήματα
θα το ρίξω σε μια θάλασσα αρυτίδωτη που θα λάμπει ήλιο και χρώματα,
ονειρεύομαι ένα ελαφρό, σχεδόν ανεπαίσθητο αεράκι
να το σπρώχνει απαλά προς τη Μεγάλη Ελλάδα, τη Μασσαλία, την Άγδη.
Στο δέλτα του Ροδανού θα σταματήσει
Ο ήλιος δύει δύσκολα
Ο ουρανός αλλάζει χρώματα μέχρι να τα βυθίσει όλα
στο βαλτωμένο πράσινο νερό του ποταμού.
Σκοτεινιάζει. Κανένα φωτάκι στο βάθος.
Μουγκάνισμα ταύρου. Η αρένα της Νιμ. Τα καμπαναριά της Αρλ.
Τα χρώματα του Βικέντιου βουτηγμένα στο μαύρο.
Ξυπνάω απότομα σχεδόν στο μαύρο.
-Μα πού βρίσκομαι;
λέω και βυθίζομαι ξανά στο δεύτερο πιο σκοτεινό πράσινο του ονείρου.
Το χάρτινο καράβι γέρνει κουβανώντας το κομμένο αυτί του Βαν Γκογκ στις βαλτωμένες λίμνες της μνήμης μου.
Ξυπνώ βουτηγμένος πηχτή σιωπή, στο λιμάνι του Άμστερνταμ.
Ο κόσμος γέρνει,
απ΄τη μεριά του πόνου.
Λίγα λόγια , Anne Carson, μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
SHORT TALK ON WALKING BACKWARDS
My mother forbad us to walk backwards. That is how the dead walk, she would say. Where did she get this idea? Perhaps from a bad translation. The dead, after all, do not walk backwards but they do walk behind us. They have no lungs and cannot call out but would love for us to turn around. They are victims of love, many of them.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ
Η μητέρα μου μας απαγόρευε να περπατάμε προς τα πίσω. Έτσι περπατούν οι νεκροί, έλεγε. Από πού της κατέβηκε μια τέτοια ιδέα; Ίσως από μια κακή μετάφραση. Οι νεκροί εξάλλου δεν περπατούν προς τα πίσω, περπατούν πίσω μας. Δεν έχουν πνευμόνια και δεν μπορούν να μας φωνάξουν
αλλά πολύ θα το ΄θελαν να γυρίσουμε να τους κοιτάξουμε. Είναι θύματα του έρωτα, πολλοί από αυτούς.
Παραλογή, Μιχάλης Γκανάς
Πένα που ξύνει το χαρτί
όσο το άσπρο σουρουπώνει.
Άλλά το Πάσχα πρώιμο
η νύχτα στο γλυκύ μου έαρ
κι ένα τραγούδι σιγανό με λιβανίζει
Πραματευτής κατέβαινε μεσ΄από την Αυλώνα
σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε
φέρνει το Χρήστο-Χρήστο μου! Με πλάκα και κοντύλι.
Με το κοντύλι έγραφε κι η πλάκα μαρτυρούσε
αργά πολύ συλλαβιστά με κεφαλαία ΜΝΗ-ΜΗ.
Αντιλαλώ σαν τρίκλιτη βασιλική
από φωνές πολλών κεκοιμημένων.
Το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος – θυμάμαι-
και τότε ξεχωρίζω τη δική του
Τα αρώματα, Γιάννης Αγγελής
Άλλο φως δεν υπήρχε. Αυτό, και το λειψό φεγγάρι φώτιζε την πορεία. Και τα κεριά. Ναι, τα κεριά φώτιζαν την πορεία και το μεγάλο φως εκεί ψηλά, έδειχνε το δρόμο. Εκεί, θα σταματούσαμε. Και τα αρώματα από πάνω , μας τύλιγαν σαν πάχνη πρωινή , σαν υγρασία γεμάτη θαλασσινές βόρειες ομίχλες, σαν αραχνοΰφαντο διάφανο πούσι. Είχαν υλική υπόσταση τα αρώματα αυτά, τα έπιανες σχεδόν. Σε βάραιναν. Ίσως ήταν και οι φωνές . Οι φωνές που υψώνονταν στον ουρανό. υψώνονταν, έμπαιναν μέσα στο σύννεφο με τ` αρώματα και το βάραιναν. Ίσως αυτές του `διναν υλική υπόσταση. και τα βήματα. Βήματα ασυντόνιστα, από πόδια που σέρνονταν σχεδόν. Σέρνονταν και έτριζαν. Οι φωνές και οι πατημασιές. Ίσως αυτές τελικά να το βάραιναν. Το θυμάρι και η ρίγανη. Το φασκόμηλο και άνθη από τις λεμονιές. Το δεντρολίβανο και το λιβάνι. Τα ζουμπούλια οι βιολέτες και τα γαρίφαλα. Οι μυροφόροι γυναίκες. Η πομπή προχωράει αργά προς τον φωτισμένο σταυρό. Οι ψίθυροι έχουν άρωμα κι αυτοί. Το άρωμα των πατημένων δαφνόφυλλων και των αναμμένων κεριών. Σαν τη Φάτα Μοργκάνα ο επιτάφιος αιωρείται . Σαν να γλιστράει πάνω στο στρώμα από αρώματα και ψαλμωδίες. κάτι περαστικές θαλασσινές πνοές το στρέφουν, στιγμές, αλλού. Αλλά αυτό πάλι εκεί . Να σηκώνει το βάρος όλου του κόσμου. Να στεγνώνει τα δάκρυα όλου του κόσμου. Να τα μυρώνει κι αυτά. Και το σύννεφο από πάνω μας όλο και να βαραίνει. Τα αρώματα, θαλασσινή δροσιά κι αψάδα βουνίσια μαζί. Κι εμείς στους ώμους μας να κουβαλάμε τους τάφους των νεκρών μας. Επιτάφιος βουβός θρήνος. Έραναν τον ταφον αι μυροφόροι, μύρα. Βουβές φωνές ψάλλουν. Κι οι μυρωδιές να εισχωρούν βαθιά μέσα μας, να μας ποτίζουν , να μας τρυπούν. Και να βγαίνουν απ` τα μάτια. Κι απ΄ τη γλώσσα. Κι ο μεγάλος φωτισμένος σταυρός από ψηλά, όλο και να πλησιάζει.
Γιατί είπαμε αυτές τις ιστορίες;
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;
Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;
Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!
Το κόκκινο κρασί, Σταυρούλα Λιάνα-Τόλικα
Όταν έφευγαν όλοι και έμενε μονάχος του, όπως το μικρό παιδί, που λείπει η μάνα του και πάει να φάει το κρυμμένο γλυκό, έτσι κι αυτός με αγωνία πήγαινε στο ντουλάπι, αθόρυβα , σχεδόν στις μύτες των ποδιών του. Εκεί είχε κρυμμένο τον θησαυρό του, τα πολύτιμα μπουκάλια του με το κόκκινο κρασί του τόπου του. Έπαιρνε ένα,άνοιγε το πώμα απολαμβάνοντας τον ήχο του <<τακ>> που κάνει ο φελλός και ακουμπούσε ευθύς τη μύτη του στο χείλος του μπουκαλιού. Δεν ήθελε να χάσει ούτε μια μυρωδιά απ΄αυτές που τον γύριζαν πίσω, στις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων.
Ο αμπελώνας του χωριού του στο λιοπύρι, το πέτρινο πατρικό του σπίτι…
Οι φωνές της οικογένειας στον τρύγο, το πατητήρι...Κόκκινο μπρούσκο κρασί. Στο υγρό του σώμα ξαναβρίσκει γουλιά γουλιά μυρωδιές, τραγούδια, εποχές, φωνές αγαπημένες και μάτια που τον κοιτούν απ΄ την άλλη πλευρά του χρόνου.
Με κάθε γουλιά νοσταλγός επιστρέφει εκεί, στην πατρίδα. Σε κάθε γουλιά ταξιδευτής στα ενδότερα της ψυχής του.
΄Αταφη, Μιχάλης Γκανάς
Παράξενη λιτανεία μυστικών αγίων
στους δρόμους μιας πολιτείας πόρνης.
Τα μάτια τους βαθιά, φωσφορίζοντα,
τρελαίνουν τα σκυλιά και τους νοικοκυραίους.
Μια φυλή ονείρων επαναπατρίζεται στο αίμα μου,
λίκνο της πιο μεγάλης ξενιτιάς ,
πονεί το αίμα μου σαν μυρμήγκι πληγωμένο,
απαρατήρητο, υπόγειο, εργατικό,
το αίμα μου αποκρίνεται σε καθετί που αγγίζω.
Βαθαίνεις την αφή μου ανυπόφορα,
μουσική πατρίδα,
άταφη σ΄όλα τα τραγούδια μου.
Οι πετονιές, Βαγγέλης Πίσχινας
Κυριακή πρωΐ για ψάρεμα με τον πατέρα. Είχε μια όμορφη λιακάδα και ελαφρύ αεράκι. Στη θάλασσα, πίσω από το λόφο του Μπαταριά, στα ρηχά, ψάχναμε για σκαλτσίνια-δόλωμα. Ο πατέρας μου έριχνε σταγόνες λάδι στην επιφάνεια και φαινόταν πεντακάθαρος ο βυθός. Μπορούσες να διακρίνεις στρόμπια, αχιβάδες, σκαλτσίνια... Μαζεύαμε το δόλωμα και μετά επιστρέφαμε σπίτι. Ο πατέρας μου ετοίμαζε τις πετονιές κι όλα τα άλλα σύνεργα του ψαρέματος και σε λίγη ώρα βρισκόμασταν κάτω από τη γέφυρα στο πεζούλι το στρογγυλό, που τώρα είναι το Μόσταρ. Εγώ έσπαγα το σκαλτσίνι, έβγαζα το μικρό καβουράκι κι ο πατέρας μου δόλωνε κι έριχνε την πετονιά ανοιχτά κάτω από τη γέφυρα και μέσα στα ρεύματα. Δεν ξεχνάω τη χαρά μου όταν πιανόταν στ΄ αγκίστρι κανένας σπάρος, καραγκιόζης και τον έβγαζε σπαρταριστό επάνω, ή την απογοήτευση του πατέρα, και τη δική μου, όταν το ψάρι ξαγκιστρωνόταν και ξέφευγε στη θάλασσα.
Ψαρεύαμε αρκετή ώρα κι έπειτα γυρίζαμε στο σπίτι. Ακόμη θυμάμαι τη μυρωδιά και τις γεύσεις από τα ψάρια που τηγάνιζε η μάνα μου.
Η πήλινη λεκάνη, Κική Παπαδημητρίου
Τ’ αρχόντου ο γιος παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα
κι η πεθερά σαν τ’ άκουσε τα δέντρα ξεριζώνει
πιάνει δυο φίδια ζωντανά τα βάνει στο τηγάνι
-Ελα νυφούλα μου να φας ψάρια τηγανισμένα
και με τη πρώτη πηρουνιά το στόμα φαρμακώνει
-Ω πεθερά δώσ’ με νερό να σβήσω το φαρμάκι
- εδώ νερό δε βρίσκεται , μήτε κρασί πουλιέται.
Η γιαγιά στη θέση της με την πήλινη λεκάνη μπροστά της και τα μανίκια ανασκουμπωμένα. Τα ταλαιπωρημένα χέρια της αναδεύουν τα υλικά και ζυμώνουν ακούραστα .
-Ρίξε κορτσάκι μ’ λίγο αλευράκι ακόμα . Και τώρα το νερό , σιγά-σιγά , έτσι να χαρείς .Το ζυμάρι πρέπει να’ναι μαλακό κι αφράτο σαν το δέρμα του μωρού .
-Και για πες μου γιαγιά τι έγινε με τη προσφυγούλα;
-Τι να’ γινε παιδάκι μ’ τη φαρμάκωσ’ η κακούργα η πεθερά της.
Η λεκάνη μεγάλη και βαριά . Με διάφορα λευκά σχέδια να τονίζουν το ζεστό χρώμα του πηλού και πάντα γεμάτη : άλλοτε μ’ένα βουνό αλεύρι που μεταμορφώνονταν σιγά σιγά σε μαλακό ζυμάρι κι άλλοτε με μια χρυσοπράσινη λίμνη λαδιού, που θα κατέληγε σε μοσχομυριστά μελομακάρονα . Κι η γιαγιά πάντα εκεί σκυμμένη. Και το στόμα της ίδιο της Λωξάντρας , να πηγαίνει ροδάνι και να διηγείται ιστορίες : πότε για τα βουνά της πατρίδας της που ήταν γεμάτα λεπτοκαρυές και αγριαπιδιές , και πότε για τον ξεριζωμό τους . Και το πικρό παράπονο γλύκαινε σαν θυμόταν τα νυχτέρια που’καναν τα κορίτσια του χωριού ετοιμάζοντας τα προικιά τους, ή τότε που ολονυχτίς έπρεπε να ταΐζουν το κουκούλι , όπως έλεγε τους μεταξοσκώληκες.
« Γιαγιά να ‘ χαμε καμιά τηγανίτα» , κι εκείνη δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα. Έβγαζε μεμιάς την πήλινη λεκάνη απ’το ντουλάπι κι έπαιρνε θέση . Και δεν ξέρω αν ήταν τόση η λαχτάρα μας για τηγανίτες , ή για τις ιστορίες της που μας ταξίδευαν στην πατρίδα, στο χωριό των ονείρων μας , μιας και δεν ευτυχήσαμε να το δούμε παρά μόνο μια φορά στο ταξίδι-προσκύνημα που κάναμε εκεί . Κι η θύμησή της πατρίδας είναι γλυκόπικρη : γλυκιά σαν το μέλι της τηγανίτας μου και πικρή σαν τον πόνο της απουσίας της .
Το αγιόκλημα, Κατερίνα Τσοκανά
1.Αύριο φεύγω για έναν άλλο τόπο.
Εκεί που θα βρεθώ θα βρω αυτά που αφήνω;
Τι να πάρω μαζί μου; Τι θα χάσω; κι αν κάποια μέρα γυρίσω πώς θα είναι;
Οι πατρίδες δεν πεθαίνουν ούτε σβήνονται. Εγγράφονται βαθιά στον σκληρό δίσκο της μνήμης. Στο φως του φεγγαριού έρχονται και με βρίσκουν πρόσωπα αγαπημένα, ψηφίδες- σφραγίδες ζωής, της ζωής μου.
2.'Ενα ξύλινο παράθυρο στο πατρικό μου, να η πατρίδα μου.
Γύρω του έχει πλέξει στεφάνι ένα αγιόκλημα. Μέσα από τα πράσινα φύλλα του ξεπετιούνται μικρά λευκοκίτρινα λουλούδια. Ο βόμβος των μελισσών, μουσική μακρινή. Ο κήπος με τις πορτοκαλιές και τις λεμονιές. Η μεθυστική μυρωδιά των λουλουδιών, τα μυστικά τραγούδια των πουλιών.
Ο ήχος του τηλεφώνου. Ακούω την αδελφή μου να λέει διάφορα νέα από την επίσκεψη της στο πατρικό: το αγιόκλημα ξεράθηκε!
Όχι δεν μπορεί, τώρα μόλις είχα μπροστά μου όλη την ομορφιά του, ένιωθα την μυρωδιά του. Γυρίζω και το βλέπω πάνω στο καβαλέτο μου. Όχι δεν ξεράθηκε, το έχω μπροστά μου, το αγγίζω, τα δάκτυλά μου χαϊδεύουν τα λουλούδια του.
Δίπλα του η παλέτα γεμάτη χρώματα ανακατεμένα. Πώς, πώς να μεταφράσεις με φως και σκιά τα αισθήματα, πώς να δώσεις σώμα στις αναμνήσεις;
Απόντος του παραλήπτου, Νίκη Χατζηδημητρίου.
Καθώς λοιπόν οι αναμνήσεις είναι μόνον η αφαίρεση της πραγματικότητας , θαρρώ πως οι παλαιοί άνθρωποι ανέτρεχαν με λιγότερη βία: μη έχοντας ασπρόμαυρα φιλμ- έμαθε πια να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια – ούτε καλογυαλισμένες φωτογραφίες – πόσο ψήλωσε σ΄ένα χρόνο- αφήνονταν στην αυθεντική νοσταλγία, αυτήν που επαναφέρει τα διακεκομμένα ενσταντανέ των αισθημάτων, και μόνον αυτά¨ αισθημάτων που ενδύονται χωρίς αντίσταση τα ιμάτια και τα λόγια των σκιών που αγαπήσαμε.
……………………………………………………………………………………….
Μπορούμε να φθάσουμε στην αρχή των επιλεγμένων αναμνήσεών μας; Ίσως ναι, νομίζω όμως ότι όλοι καταφεύγουμε σε μικρές και οριακές αφετηρίες, οργανώνοντας το παρελθόν όπως περίπου το παρόν, κατ΄οικονομίαν των αισθημάτων.
Η οικογενειακή φωτογραφία, Δέσποινα Νικολάου
στο σπιτι που γεννηθηκα ζουσαμε ο μπαμπας, η μαμα, οι αδελφες μου, ο παππους ιακωβος και η γιαγια παϊσια, γονεις της μαμας, ο μπαμπας εμεινε ορφανος μικρος. ολοι μιλουν ελληνικα εκτος της γιαγιας,η οποια μιλα τουρκικα, ρε γιαγια γιατι μιλας τουρκικα; μιλα ελληνικα! προσπαθει να μιλησει ελληνικα και μεις οι τρεις αδελφες γελαμε. καμια φορα μιλουν και η μαμα , ο μπαμπας και ο παππους τουρκικα, οταν δεν θελουν να καταλαβουμε τι λενε. αλλα εμεις σιγα σιγα αρχιζουμε να μαθαινουμε τη γλωσσα της γιαγιας.
ηρθε λεει απο το ουρκουπ της μικρας ασιας μαζι με τον αγιαννη το ρωσο. το 1924 με την ανταλλαγη των πληθυσμων. ο παππους εφυγε κρυφα απο την πολη και ηρθε στην ελλαδα για να μην παει φανταρος στην τουρκια. μιλα τα ελληνικα πολυ καλα, ξερει και τουρκικα . στην ελλαδα γνωριστηκαν και παντρευτηκαν -10 χρονια μεγαλυτερη η γιαγια- ποτε δεν ηξερε ακριβως την ηλικια της.
μεγαλωνουμε και η γιαγια συνεχιζει τα ιδια. επισης επαναλαμβανει καθε τοσο εμεις στη πατριδα φιλαγαμε το χερι του πατερα, εμεις κενταγαμε, εμεις... αμαν ρε γιαγια με την πατριδα σου! εδω ειναι διαφορετικα.
1972...ετοιμασιες στο σπιτι. ερχεται η θεια απο την αμερικη, αδελφη του μπαμπα. την ειχαν στειλει οι θειες της το 1950 να βρει μια καλυτερη τυχη…και απο τοτε ερχεται τωρα. αλληλογραφουσαμε ολο αυτο τον καιρο. στο σπιτι συναγερμος. ο μπαμπας μας λεει διαφορα για την αδελφη του και το δακρυ κορομηλο....τη μερα της αφιξης ολο το σοι στο αεροδρομιο του ελληνικου να παραλαβουμε τη θεια με τα δυο αγορια της που τους ξεραμε απο φωτογραφιες. αγκαλιες, κλαματα, χαρα...η θεια μιλα ελληνοαμερικανικα, τα ξαδελφια αμερικανικα, εμεις ελληνικα στο σπιτι σοου, η μαμα εμαθε να λεει οh my god, oh my god, aπο το πρωι μεχρι το βραδυ. ο μπαμπας νευριαζει γιατι τον αποκαλουν τα ανιψια του mister, οχι ρε mister θειος ,θειος.
'έπρεπε να ειχα μεινει εδω ενα κομματι ψωμι θα εβρισκα να ετρωγα'
1980...το σοι απο αμερικη ,θεια και ξαδελφια , μηνας αυγουστος. ευκαιρια να επισκεφτουμε την τηνο που δεν εχουν ξαναπαει
θεια κανονισα να παμε στην τηνο δεκαπενταυγουστο , θα παμε και στη μυκονο. οh my god δεσπω ,τι ωραια θα παω στην παναγια αλλα ειμαι αμαρτωλη και θα πεσει το καντηλι στο κεφαλι μου, παιδι μου, σιγα ρε θεια, ετοιμαστειτε, πες το και στα παιδια
οκ, οκ
πρωι 14/8 ξεκιναμε χαρουμενοι απο ερετρια ,περιπου 50 ατομα
στο καταστρωμα γινονται οι γνωριμιες και σε λιγη ωρα ειμαστε ολοι μια παρεα
μετα απο αρκετη ωρα αρχιζει αερας
καπετανιε, τι τρεχει;
περναμε το καβο ντορο
καρεκλες και τραπεζια απο το καταστρωμα τα παιρνει ο αερας στη θαλασσα ,φωνες ,κλαματα
να παμε ανδρο φωναζουν καποιοι.
ειμαστε ολοι χαλια και μετα απο 4 ωρες φθανουμε εξω απο τηνο.
χαμος στο πλοιο, καποιος απο το πληρωμα μας καταγραφει εναν εναν
το πλοιο δεν μπαινει στο λιμανι και συνεχιζει για μυκονο. δεν εχει μεινει ποτηρι και μπουκαλι ποτων στα ραφια. εμεις κραταμε καποια κολωνα και προσευχομαστε ,τα παιδια κλαινε και η θεια τραγουδαει τον εθνικο υμνο ορθια . για γελια και για κλαματα.
θεια σταματα
γιατι παιδι μου θα πνιγουμε ,τι πρεπει να πω; η παναγια δεν ηθελε να παω γιατι ειμαι αμαρτωλη , στην αμερικη δεν παω καθολου εκκλησια δεν υπαρχει κοντα στο σπιτι
επιτελους φθανουμε σε καποιον κολπο της μυκονου σουρουπο πια και ο καπετανιος καλει βαρκα να μας βγαλει εξω. και εναν εναν μας παιρνει αγκαλια για να μας κατεβασει στη βαρκα.
η θεια πονηρούλα οντας λεει στον καπετανιο οτι δεν μπορει να την σηκωσει, αυτος την πιανει και την κατεβαζει στη βαρκα και επιτελους παταμε στερεα στη γη
δεσπω, δεσπω, παιδι μου, τι αγκαλια ηταν αυτη του καπετανιου, δεν θα την ξεχασω ποτε!
βολτα στη χωρα της μυκονου κι η θεια παθαινει σοκ,
καλε εδω ειναι σοδομα και γομορα!
1988...ολο το υπολοιπο σοι του παππου ερχονται μονιμα πια στην ελλαδα
μεγαλη πια εχω αρχισει να ενδιαφερομαι για τις ριζες μου, ρωταω τη γιαγια...ομως και η γιαγια μεγαλωσε και εχει ανια...ρωταω θειους, θειες και μαθαινω και θελω να γνωρισω τη πατριδα της γιαγιας.
προσπαθησα πολλες φορες να σκεφτω πως θα αντιδρουσα αν μια μερα με υποχρεωναν να αφησω το σπιτι μου στη χαλκιδα και να φυγω με μια βαλιτσα για καπου αλλου...
Το σπίτι κοντά στη θάλασσα, Γιώργος Σεφέρης
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της·
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω· ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει, πως τον στολίζουν
μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει·
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
Το κλειδί, Κώστας Σταματόπουλος
Ήταν σιδερένιο, μαύρο…. Μεγάλο, βαρύ…. Ταίριαζε με την μεγαλόπρεπη βαριά ξύλινη πόρτα που κλείδωνε. Ήταν πάντα κάτω από το πορτόνι που η μάνα είχε υφάνει με κορδέλες από παλιά υφάσματα. Το κρύβαμε. Από ποιον άραγε; Κλειδώναμε όμως. Μέσα βρισκόταν το «έχει μας», η περιουσία μας. Ήταν το σπίτι μας, ο κόσμος μας.
Έφυγα μακριά. Πολλά χρόνια τώρα. Ζω μακριά και το σπίτι δεν υπάρχει πια. Το γκρέμισαν. Υπάρχει όμως το κλειδί. Άρα και το σπίτι «υπάρχει».Πώς να το ξεχάσω; Ξεχνιέται η πατρίδα;
Σπίτι παλιό, από χωμάτινες πλίθες, του 19ου αι. Εδώ ζουν τρεις οικογένειες. Τρίτη και τέταρτη γενιά, ίσως και πέμπτη. Διώροφο. Το πάτωμα; Ξύλινο, με τρύπες. Φαίνονται τα ζώα του ισογείου.
Πάνω, «τα δωμάτια», ενιαίος χώρος. Καθιστικό, κρεβατοκάμαρα, όλα μαζί. Μόνο η κουζίνα χωρίζει.
-Έχω αφήσει φαγητό πάνω στο τραπέζι. Και να προσέχεις τον αδελφό σου.
Άσπροι τοίχοι, μικρά παράθυρα, ανοίγματα στην ομορφιά, στο πράσινο των χωραφιών, στο γαλάζιο του ουρανού και, πέρα μακριά στο βάθος,η θάλασσα. Λίγα έπιπλα, τα απολύτως απαραίτητα. Τραπέζι, καρέκλες, κρεβάτια-σουμιέδες…. Α, και η λεκάνη για τα κάρβουνα. Τις κρύες νύχτες του χειμώνα τα ξύλα, που έχουν καεί έξω, γίνονται κάρβουνα στη λεκάνη για να μας «ζεστάνουν». Έτσι λέγαμε τουλάχιστον. Περισσότερο όμως μας ζέσταινε η σβουνιά από τα ζώα που ήταν στο «κατώι».
Η σκάλα εξωτερική, ξύλινη, καταλήγει σ΄ ένα μπαλκόνι με ξύλινα επίσης κάγκελα.
-Πρόσεχε, θα πέσεις! Αχ, δεν προσέχεις καθόλου!
Πόσες καλοκαιριάτικες νύχτες δεν κοιμήθηκα εκεί βλέποντας μέσα από τα κάγκελα τον ουρανό με τα χιλιάδες αστέρια. Ακόμα θυμάμαι ξαπλωμένος μέσα στο σκοτάδι ν’ ακούω τον Γεωργίου με ουρανομήκεις κραυγές να περιγράφει το θρίαμβο της μπασκετικής ΑΕΚ το 1968. «Έλα αγόρι μου….», «Άντε παλληκάρια μου….»
Και κάτω η αυλή. Χώμα, λάσπη. Τι παιχνίδι σ’ αυτή την αυλή!!! Λάσπη, σκόνη….. τίποτα δεν μας πτοούσε. Αρκεί να ξεδίναμε. Πού είναι ο Λάμπης με τα αυτοσχέδια αυτοκινητάκια και τα πατίνια…. Που είναι οι μάγκες της γειτονιάς με το ποδόσφαιρο και τις μπίλιες….
Τώρα; Τίποτα…. Η εθνική οδός, είπαν. Πρέπει να μεγαλώσει. Τα αυτοκίνητα πληθαίνουν. Πρέπει να κινούνται πιο εύκολα. Το σπίτι πρέπει να θυσιαστεί. Γκρεμίζεται.
Τι έμεινε;…. Ένα κλειδί. Κάποτε ασφάλιζε το σπίτι (λέμε τώρα… λες και χρειαζόταν), τώρα ξεκλειδώνει μνήμες που για μια ελάχιστη στιγμή με μεταφέρουν απαλά πίσω στο χρόνο. Τότε που ο κόσμος ήταν εύκολος κι η λασπωμένη αυλή μας παράδεισος.
Ο ευκάλυπτος, Γρηγορία Χατζημιχαήλ
Δεν Θέλω να επισκεφθώ το σπίτι μου . Θέλω να επιστρέψω στο σπίτι μου.
1974. Το σπίτι είναι ακόμα «ζωντανό». Ψυχή του σπιτιού η μητέρα. Αεικίνητη μπαινοβγαίνει όλη μέρα πότε για να ποτίσει τον κήπο , πότε για να «πυρώσει» το φούρνο και να ψήσει φρέσκο ψωμί και μυρωδάτες χορτόπιτες, πότε για να απλώσει τα ρούχα , ή για να «σαρώσει» την αυλή με τη θρούμπινη σκούπα που της έχει φτιάξει ένας βοσκός θείος της. Ησυχάζει λίγο τα μεσημέρια, αλλά όχι εντελώς, γιατί τα χέρια της παίρνουν το βελονάκι και αρχίζουν το πλέξιμο (έξι παιδιά πρέπει να προικίσει) . Την Κυριακή όλα είναι πιο ήσυχα . Είναι ημέρα ξεκούρασης .Ο πατέρας κάθεται στον «ηλιακό» διαβάζοντας , (πάντα τον θυμάμαι με ένα βιβλίο στο χέρι ).
Σημείο αναγνωρίσεως του σπιτιού ένας πελώριος ευκάλυπτος που στον ίσκιο του μαζευόμαστε τα παιδιά όλης της γειτονιάς για να ξεκουραστούμε απ΄ το παιχνίδι.
-Παύλο, πόσες φωλιές λες να έχει εδώ πάνω;
-Πού να ξέρω . Τις μετράμε; « Η πολυκατοικία των πουλιών» έτσι να τον λέμε από δω και πέρα!
Χοροπηδάμε φωνάζοντας λέξεις ακατανόητες για τους άλλους , χωρίς κανένα νόημα, που όμως, για μένα και τον Παύλο ήταν η δική μας γλώσσα!
Καλαμουτάν ντιπέ ντετούλης σεπετάν ντορτί φαρίσα... μαραφού ντετερον ακρί
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Τον παιδικό μου φίλο έχω να τον δω σαράντα χρόνια, όσα και το σπίτι μου. Τον «συνάντησα» φέτος στο F/B . Τις λέξεις εκείνες τις θυμάμαι ακόμα παρόλο που δεν φημίζομαι για τη δυνατή μου μνήμη!
Το παιχνίδι τελειώνει αργά το απόγευμα.
-Βράδιασε πια, καιρός να μαζευτείτε!
Το τοπίο μεταμορφώνεται.
2014. Πολλοί επισκέπτονται τώρα το χωριό μας .Το επισκέφτηκε ο άντρας μου και ο γιος μου . «Θα το αναγνωρίσετε τους είπα . Έχει ένα τεράστιο ευκάλυπτο στην αυλή και το σπίτι είναι με τέσσερις μεγάλες καμάρες» Επέστρεψαν με ντοκουμέντα . Φωτογραφίες, κλαδιά από τον ευκάλυπτο, χώμα από την αυλή μας. Δεν θέλω να τα βλέπω .Εγώ το σπίτι μου το έχω καλά φυλαγμένο μες την καρδιά μου ζωντανό όπως το έζησα με τους δικούς μου ανθρώπους .
Φτερούγες θαλασσαετού, Μαριάνθη Σπύρου
Πολιτεία των νεφελογραμμών, 3001… κόκκινο κουκλόσπιτο ολλανδικής αρχιτεκτονικής… παράρτημα του Παννεφελικού Δικτύου Προστασίας Παιχνιδιών. Ξεχασμένοι αρκούδοι σε παιδικές χαρές, μικροί ελέφαντες και φώκιες, ημιθανείς κούκλες πεταμένες στα σκουπίδια εύρισκαν καταφύγιο σε κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους υποδοχής και φροντίδας. Ήμουν η προϊσταμένη εκεί.
Φοβερή η φουρνιά του 1:
- Ο Ηρακλής, το τρομερό λιοντάρι με το γυάλινο μάτι
- Ο ιππόκαμπος Κίκι,
- Η σβούρα Ζαλίζομαι με τις χρωματιστές οριζόντιες ρίγες της,
- Η πολική αρκούδα Νάτζα, με το χαλασμένο θερμοστάτη
- Η Έρι το ρακούν,
- Ο Καρλ Μαρξ, ο ξυλοπόδαρος γάτος.
- Ίβα, η νεράιδα.
Καρλ: Μαλλιά από ίνες ανκορά.
Νάτζα: Ρούχα και φτερά από μετάξι Κίνας.
Ζαλίζομαι: Κόκκινο βελούδινο καπέλο τουλιπόσχημο, με τις μυτούλες του να γυρίζουν ναζιάρικα προς τα έξω.
Ηρακλής: Όνομα έχεις;
Νεράιδα: Ίβα.
Κίκι: Παρελθόν;
Ίβα: Πονάει
Νάτζα: Και τώρα;
Ίβα: Φοβάμαι.
Πελαγία: Φοβόταν ότι δεν αγαπήθηκε ποτέ.
Κίκι: Τότε ο φόβος γινόταν θυμός.
Νάτζα: και μετά οργή.
Έρι: Και κάποια μέρα που ο λυγμός έγινε κόμπος στο λαιμό της…
Ηρακλής: η οργή έγινε μανία.
Καρλ: Έσφιξε τα δόντια και με μανία ξερίζωσε τα φτερά της.
Πελαγία: Αργότερα, ένα τηλεφώνημα από την προϊσταμένη αρχή μας αναστάτωσε όλους. Την ετοίμασα και την αποχαιρέτησα.
- Πελαγία: Νάτην τώρα, ευθυτενής στην κόψη του αερολιμένα των Νεφελογραμμών. Ισορροπεί ακροπατώντας. Αγέρωχη με τα μαλλάκια της να στροβιλίζονται στον άνεμο. Όμορφα παρατεταγμένα παράλληλα στο σώμα τα φτερά της. Δερμάτινοι ιμάντες βαλμένοι χιαστί πιέζουν το εύθραυστο στηθάκι της. Στηρίζουν φτερούγες θαλασσαετού σε άτρακτο χελιδόνας.
- Νάτην τώρα, ευθυτενής στην κόψη του αερολιμένα των Νεφελογραμμών. Ανάμεσα στην ΤΤ και τον Ρ. Δεν τους είχε ξαναδεί, μα ούτε και χρειάστηκε να συστηθούν. Εκείνη απλά τους κοίταξε στα μάτια και κατάλαβε. Μπορούσε να τους εμπιστευτεί.
- Ανοίγει τα φτερά της. Μια τελευταία δοκιμή ν’ ακούσει το πλατάγισμα τους. Ρίχνει μια σύντομη ματιά στα δεξιά της, μια άλλη γρήγορη στ’ αριστερά της. Το σύνθημα εκκίνησης: όρθιος ο αντίχειρας της ΤΤ. Ένα δειλό χαμόγελο σκάει στο μάγουλό της.
Αντίο χελιδόνα μου.
Η περικεφαλαία, Θωμάς Μυλωνάς
1. Αφηγητής: Παιδάκι άνοιγα την εγκυκλοπαίδεια Χάρης Πάτσης και χάζευα τις περικεφαλαίες των αρχαίων, αυτές με τη βούρτσα. Ήθελα και γω μία. (Τρέχει στον πατέρα του την ώρα που έφτυνε τις παλάμες του να πιάσει την αξίνα.)
-Μπαμπά ,μπαμπά, κοίτα εδώ. Να! Κοίτα, κοίτα!
Μπαμπάς : Παναγιώταααααα! Το παιδί κάτι έχει!
(Έρχεται και η μητέρα του αφηγητή)
2. Αφηγητής: Κάθε μέρα στο βάθος, προς τη λαχαναγορά, φαινότανε η Ακρόπολη.
-Ρε μπαμπά πόσο μακριά νάναι;
Μπαμπάς: Τίποτα. Ένα περπάτημα. Παίρνεις το μονοπάτι δίπλα από τις ράγες του τρένου και φτάνεις. Καμιά ώρα δρόμος και ούτε.
Μάνα: Μόνο πρέπει να προσέχεις όταν περνάει το τρένο να κάνεις στην άκρη προς τις ελιές, , μη σε πάρει σβάρνα. Το νου σου έ;
3. Αφηγητής: Μετά η Ακρόπολη πήρε των ομματιών της και πήγε παράμερα. Τη χάσαμε. Φτιαχτήκανε οι πολυκατοικίες ψηλές και μας την κρύψανε και αυτήνανε και τις αλάνες που παίζαμε μπάλα. Οι κακορίζικες οι μανάδες μας χάρηκαν.
Μάνα: Γλιτώσαμε από τη λασπουριά. Αμάν πια, μέρα νύχτα με τη σκούπα στο χέρι! Στα διαμερίσματα έχει και θερμοσίφωνα.
4. Αφηγητής: Το νάσαι Έλληνας μου φαινότανε κάτι σα ρόλος σε σκέτς δημοτικού κάθε εικοστή πέμπτη Μαρτίου.
-Μαμά , πάλι με βάλανε να κάνω τον Τούρκο! Όλο τον Τούρκο με βάζουνε να κάνω. Επειδή είμαι μαύρος!
Μάνα: Είναι μαύροι οι τούρκοι;
Αφηγητής: Και τι με νοιάζει εμένα ρε μαμά, τι χρώμα είναι οι τούρκοι! Εγώ θέλω να κάνω τον Κολοκοτρώνη! Κατάλαβες; Τον Κολοκοτρώνη θέλω να κάνω μαμά! Με την περικεφαλαία!
5. Αφηγητής: Από το τρανζίστορ ο Καζαντζίδης έλεγε συνέχεια ότι δυο πόρτες έχει η ζωή . Παράλληλα άκουγα από ένα μικρό κασετόφωνο και Σαββόπουλο και Γκαϊφύλια. Και Λεντ Ζέππελιν.
Μπαμπάς: Κλείστο ρε παιδάκι μου! Με έπιασε το κεφάλι μου!
6. Αφηγητής: Σα να μην έφταναν όλα αυτά ερωτεύτηκα τη Μαρία. Η Μαρία είναι πολύ όμορφη, με απαλή επιδερμίδα, σα διαφήμιση. Τόχει σε κακό να κάτσει κανονικά σε καρέκλα, διπλώνει τα πόδια της στυλ βατραχάκι, φοράει μακροστενέ γυαλιά που όλο γλιστράνε στη μύτη της και με κοιτάει από πάνω τους με αυτά τα διάφανα μάτια της και με τρελαίνει, παθαίνω ζημιά, μούρχεται να της βγάλω τα ρούχα. Εδώ που τα λέμε όμως είναι μεγάλος μπελάς.
Μαρία: Δεν είσαι αυτός που θάπρεπε να είσαι.
Αφηγητής: Χαίρω πολύ, ρε Μαρία , αυτό τοξερα και από μόνος μου. Θα αλλάξω Μαρία , θα αλλάξω!
Μαρία: Ναι, καλά…
Αφηγητής: Παίρνω απόφαση: από αύριο – τι λέω- από σήμερα το απόγευμα Μαρία, γίνομαι του κουτιού, υπέροχος, καταπληκτικός! Δίκαιος σαν τον Κούρκουλο. Γοητευτικός σαν τον Μπάρκουλη. Γενναίος σαν τον Λάκη Κομνηνό! Από αύριο Μαρία, θα δεις.
7.( Ο πατέρας αγκαλιάζει τον αφηγητή από τον ώμο, στο πλάι και του δείχνει πέρα)
Μπαμπάς: Έλα πήγαινε! Πάρε εκείνο το μονοπάτι δίπλα από τις ράγες του τρένου. Μόνο πρόσεχε γιατί ο τόπος έχει γεμίσει κροκόδειλους, Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες. Όμως, μη τους φοβάσαι.
Το χαλί, Μιχάλης Βαβούλας
Πατάει πάνω στις λέξεις
ίνες πλεγμένες από καιρό
γνώριμοι ήχοι
ηχούν στη σιγή του τώρα
τους μαζεύει προσεκτικά
τον κόκκινο τον μπλε
τους τινάζει στον καθαρό αέρα
έρχονται κι άλλοι πίσω
πιο βιαστικοί
πού θα πατήσουν αυτοί
Το χάρτινο καράβι, Γιάννης Κατσάνος
Κοιμάμαι.
Καταρρακτώδης βροχή και μυρωδιά βρεμμένου χώματος με περιβάλλουν.
Ήχος υγρός αναδεύεται μέσα μου. Άγνωστο πού και πότε,
Κρατώ ένα χάρτινο καράβι, το κοιτώ και σκέφτομαι :
-Πού να το ρίχνω πάλι στη θάλασσα με τέτοιον καιρό;
Το αφήνω πάνω στο τραπέζι. Να το βλέπω τουλάχιστον. Να φαντάζομαι.
Λέω πως, όταν φτιάξει ο καιρός και κατακαθίσουν τα αισθήματα
θα το ρίξω σε μια θάλασσα αρυτίδωτη που θα λάμπει ήλιο και χρώματα,
ονειρεύομαι ένα ελαφρό, σχεδόν ανεπαίσθητο αεράκι
να το σπρώχνει απαλά προς τη Μεγάλη Ελλάδα, τη Μασσαλία, την Άγδη.
Στο δέλτα του Ροδανού θα σταματήσει
Ο ήλιος δύει δύσκολα
Ο ουρανός αλλάζει χρώματα μέχρι να τα βυθίσει όλα
στο βαλτωμένο πράσινο νερό του ποταμού.
Σκοτεινιάζει. Κανένα φωτάκι στο βάθος.
Μουγκάνισμα ταύρου. Η αρένα της Νιμ. Τα καμπαναριά της Αρλ.
Τα χρώματα του Βικέντιου βουτηγμένα στο μαύρο.
Ξυπνάω απότομα σχεδόν στο μαύρο.
-Μα πού βρίσκομαι;
λέω και βυθίζομαι ξανά στο δεύτερο πιο σκοτεινό πράσινο του ονείρου.
Το χάρτινο καράβι γέρνει κουβανώντας το κομμένο αυτί του Βαν Γκογκ στις βαλτωμένες λίμνες της μνήμης μου.
Ξυπνώ βουτηγμένος πηχτή σιωπή, στο λιμάνι του Άμστερνταμ.
Ο κόσμος γέρνει,
απ΄τη μεριά του πόνου.
Λίγα λόγια , Anne Carson, μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
SHORT TALK ON WALKING BACKWARDS
My mother forbad us to walk backwards. That is how the dead walk, she would say. Where did she get this idea? Perhaps from a bad translation. The dead, after all, do not walk backwards but they do walk behind us. They have no lungs and cannot call out but would love for us to turn around. They are victims of love, many of them.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ
Η μητέρα μου μας απαγόρευε να περπατάμε προς τα πίσω. Έτσι περπατούν οι νεκροί, έλεγε. Από πού της κατέβηκε μια τέτοια ιδέα; Ίσως από μια κακή μετάφραση. Οι νεκροί εξάλλου δεν περπατούν προς τα πίσω, περπατούν πίσω μας. Δεν έχουν πνευμόνια και δεν μπορούν να μας φωνάξουν
αλλά πολύ θα το ΄θελαν να γυρίσουμε να τους κοιτάξουμε. Είναι θύματα του έρωτα, πολλοί από αυτούς.
Παραλογή, Μιχάλης Γκανάς
Πένα που ξύνει το χαρτί
όσο το άσπρο σουρουπώνει.
Άλλά το Πάσχα πρώιμο
η νύχτα στο γλυκύ μου έαρ
κι ένα τραγούδι σιγανό με λιβανίζει
Πραματευτής κατέβαινε μεσ΄από την Αυλώνα
σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε
φέρνει το Χρήστο-Χρήστο μου! Με πλάκα και κοντύλι.
Με το κοντύλι έγραφε κι η πλάκα μαρτυρούσε
αργά πολύ συλλαβιστά με κεφαλαία ΜΝΗ-ΜΗ.
Αντιλαλώ σαν τρίκλιτη βασιλική
από φωνές πολλών κεκοιμημένων.
Το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος – θυμάμαι-
και τότε ξεχωρίζω τη δική του
Τα αρώματα, Γιάννης Αγγελής
Άλλο φως δεν υπήρχε. Αυτό, και το λειψό φεγγάρι φώτιζε την πορεία. Και τα κεριά. Ναι, τα κεριά φώτιζαν την πορεία και το μεγάλο φως εκεί ψηλά, έδειχνε το δρόμο. Εκεί, θα σταματούσαμε. Και τα αρώματα από πάνω , μας τύλιγαν σαν πάχνη πρωινή , σαν υγρασία γεμάτη θαλασσινές βόρειες ομίχλες, σαν αραχνοΰφαντο διάφανο πούσι. Είχαν υλική υπόσταση τα αρώματα αυτά, τα έπιανες σχεδόν. Σε βάραιναν. Ίσως ήταν και οι φωνές . Οι φωνές που υψώνονταν στον ουρανό. υψώνονταν, έμπαιναν μέσα στο σύννεφο με τ` αρώματα και το βάραιναν. Ίσως αυτές του `διναν υλική υπόσταση. και τα βήματα. Βήματα ασυντόνιστα, από πόδια που σέρνονταν σχεδόν. Σέρνονταν και έτριζαν. Οι φωνές και οι πατημασιές. Ίσως αυτές τελικά να το βάραιναν. Το θυμάρι και η ρίγανη. Το φασκόμηλο και άνθη από τις λεμονιές. Το δεντρολίβανο και το λιβάνι. Τα ζουμπούλια οι βιολέτες και τα γαρίφαλα. Οι μυροφόροι γυναίκες. Η πομπή προχωράει αργά προς τον φωτισμένο σταυρό. Οι ψίθυροι έχουν άρωμα κι αυτοί. Το άρωμα των πατημένων δαφνόφυλλων και των αναμμένων κεριών. Σαν τη Φάτα Μοργκάνα ο επιτάφιος αιωρείται . Σαν να γλιστράει πάνω στο στρώμα από αρώματα και ψαλμωδίες. κάτι περαστικές θαλασσινές πνοές το στρέφουν, στιγμές, αλλού. Αλλά αυτό πάλι εκεί . Να σηκώνει το βάρος όλου του κόσμου. Να στεγνώνει τα δάκρυα όλου του κόσμου. Να τα μυρώνει κι αυτά. Και το σύννεφο από πάνω μας όλο και να βαραίνει. Τα αρώματα, θαλασσινή δροσιά κι αψάδα βουνίσια μαζί. Κι εμείς στους ώμους μας να κουβαλάμε τους τάφους των νεκρών μας. Επιτάφιος βουβός θρήνος. Έραναν τον ταφον αι μυροφόροι, μύρα. Βουβές φωνές ψάλλουν. Κι οι μυρωδιές να εισχωρούν βαθιά μέσα μας, να μας ποτίζουν , να μας τρυπούν. Και να βγαίνουν απ` τα μάτια. Κι απ΄ τη γλώσσα. Κι ο μεγάλος φωτισμένος σταυρός από ψηλά, όλο και να πλησιάζει.
Γιατί είπαμε αυτές τις ιστορίες;